- τρόχαλο
- το галька;
§ έφαγε τα τρόχαλα — он приложил отчаянные усилия;
έφαγε τρόχαλο και χαλινάρι — он прошёл огни и воды и медные трубы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ έφαγε τα τρόχαλα — он приложил отчаянные усилия;
έφαγε τρόχαλο και χαλινάρι — он прошёл огни и воды и медные трубы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρόχαλο — το, Ν 1. χαλίκι, σκύρο 2. βότσαλο, κροκάλη 3. φρ. α) «έφαγε τα τρόχαλα» μτφ. κατέβαλε επίμονες και απεγνωσμένες προσπάθειες, χάλασε τον κόσμο β) «έφαγε τρόχαλα και χαλινάρι» μτφ. έκανε πολλούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε από το πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τρόχαλο — το μικρή ακανόνιστη πέτρα, λιθάρι, κροκάλα από τη συντριβή βράχων: Πέταξε μακριά πέτρες και τρόχαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοτράχαλος — η, ο (για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τρόχαλο «μικρή πέτρα»]. η, ο 1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος 2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσ.) μτφ … Dictionary of Greek
τροχάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προμυρίου. * * * η, Ν μικρός βράχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κοκάλ α)] … Dictionary of Greek
τροχαλώ — και τροχαλάω Ν [τρόχαλο] ρίχνω τρόχαλα σε κάποιον, λιθοβολώ … Dictionary of Greek